αχειραφέτητος

αχειραφέτητος
-η, -ο
αυτός που δε χειραφετήθηκε, δεν απόχτησε την ανεξαρτησία του: Το παιδί ήταν αχειραφέτητο, γιατί δεν είχε ακόμη ενηλικιωθεί.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αχειραφέτητος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει χειραφετηθεί 2. (για ανηλίκους ή γυναίκες) εκείνος που δεν έχει απαλλαγεί ακόμη από την κηδεμονία του πατέρα ή του συζύγου. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + χειραφετώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”